
Κάθε νέος σπουδαστής που περνά το κατώφλι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού, όπως και οι σπουδαστές όλων των παραγωγικών σχολών αλλά και οι κληρωτοί στρατεύσιμοι, δίνουν τον στρατιωτικό όρκο, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστην εις την Πατρίδα.
Να υπερασπίζω με πίστην και αφοσίωσιν, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου, τας Σημαίας.
Να μην τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ’αυτών.
Να φυλάττω δε ακριβώς τους στρατιωτικούς νόμους.
Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης.»
Αυτόν τον όρκο είχαν δώσει οι ηρωικοί πεσόντες στα Ίμια και τον τίμησαν άχρι τέλους: οι Αντιναύαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, Αντιναύαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και Πλοίαρχος Έκτορας Γιαλοψός τηρώντας κατά γράμμα τον ανωτέρω όρκο υπερασπίστηκαν την τιμή και την αξιοπρέπεια του Έθνους εκείνη τη σκοτομήνιο νύχτα της 30ης προς 31η Ιανουαρίου 1996. Με τη θυσία τους πραγμάτωσαν, επίσης, όσα επέτασσε κι ένας άλλος όρκος, εκείνος των Αθηναίων εφήβων: «και αν τις αναιρή τους θεσμούς ή μη πείθηται ουκ επιτρέψω, αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών και ιερά τα πάτρια τιμήσω». Καθώς οι πολιτικοί ταγοί της χώρας είχαν φανεί για ακόμα μια φορά ανίκανοι να προστατεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, τα τρία στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή επωμιζόμενοι αγόγγυστα το βάρος και αναλαμβάνοντας με παρρησία την ευθύνη που συνεπάγεται ο τίτλος του Έλληνα αξιωματικού.
Στις αρχές του 1996 Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν πολύ κοντά σε μια πολεμική σύρραξη για τις δυο ακατοίκητες βραχονησίδες των Ιμίων, τη Μικρή και τη Μεγάλη Ίμια. Οι συγκεκριμένες βραχονησίδες ανήκουν στην Ελλάδα, κάτι που δεν αποδέχεται η Τουρκία, πάγια προσπάθεια της οποίας είναι η δημιουργία «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Σε συνέχεια της κρίσης που είχε ξεσπάσει λίγες μέρες πριν, τα τρία στελέχη της Αεροπορίας Ναυτικού απονηώθηκαν με το ελικόπτερό τους από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου 1996 για να εξακριβώσουν εάν η πληροφορία ότι Τούρκοι καταδρομείς είχαν αποβιβαστεί στη Μικρή Ίμια ισχύει. Φτάνοντας στην περιοχή επιβεβαίωσαν την πληροφορία, όμως καθώς απομακρύνονταν ανέφεραν βλάβη και χάθηκαν από τα ραντάρ. Ήταν, ουσιαστικά, μια αποστολή αυτοκτονίας αφού το ελικόπτερο δεν έφερε όπλα και εστάλη στην περιοχή υπό άσχημες καιρικές συνθήκες. Η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους είναι ότι το σκάφος κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και αποπροσανατολισμού του πιλότου, ωστόσο η μη εξέταση των συντριμμιών του ελικοπτέρου από ειδικούς της κατασκευάστριας εταιρείας δημιουργεί ερωτηματικά για το τι όντως συνέβη, ενώ υπάρχουν πληροφορίες για κατάρριψη από τους Τούρκους.
Η θυσία των τριών παλληκαριών επιβεβαιώνει ότι η αυταπάρνηση και το υψηλό αίσθημα καθήκοντος είναι εγγενή και σύμφυτα χαρακτηριστικά του Έλληνα. Ενώ και οι τρεις γνώριζαν την επικινδυνότητα της αποστολής και, μάλιστα, κάποιος άλλος είχε αρνηθεί να πάει με τον Καραθανάση να πηγαίνει αντί εκείνου, εντούτοις δεν κιότεψαν. Οι μαρτυρίες για τη συμπεριφορά των τριών πριν τη μοιραία εκείνη πτήση είναι συγκλονιστικές: ο Καραθανάσης προτού φύγουν για την αποστολή ανέβηκε στο δωμάτιό του και έβαλε μερικά πράγματα σε ένα βαλιτσάκι. «Αυτά να παραδοθούν στη γυναίκα μου.» Μαζί με τα πράγματα εκείνα ήταν και η βέρα του. Τα προσωπικά του αντικείμενα λίγες μέρες αργότερα παραδόθηκαν στη σύζυγο του ηρωικού κυβερνήτη όπως και η βέρα τους, ο ίδιος όμως δεν επέστρεψε ποτέ». Ο Γιαλοψός είχε πει στον αδελφό του: «Γιώργο, σε δέκα μέρες θα πεθάνω», ενώ λίγες ώρες πριν την αποστολή έλεγε: «Τώρα μιλάτε με μένα, αύριο με την ψυχή μου». Το διαισθάνονταν, ήταν σχεδόν σίγουροι ότι θα πέθαιναν, ωστόσο όχι μόνο δεν προσπάθησαν ν’ αποφύγουν τον θάνατο, αλλά τον κυνήγησαν κιόλας! Το ότι γνώριζαν πως το μοιραίο θα επέλθει, γιγαντώνει τη θυσία τους γιατί φανερώνει ότι πήγαν να εκτελέσουν την αποστολή τους με πλήρη συναίσθηση του κινδύνου και όχι γιατί ήταν «τρελοί», όπως θα έσπευδαν πομπωδώς να τονίσουν οι δήθεν σώφρονες μανδαρίνοι κρυμμένοι πίσω από τα γραφεία τους. Οι τρεις ηρωομάρτυρες καθοδηγούνταν από τη συνείδησή τους και τον όρκο που είχαν πάρει. Δεν τους είχε καταβάλει ο ωχαδερφισμός και η ηττοπάθεια που διαβρώνουν συστηματικά τα θεμέλια της κοινωνίας μας εδώ και δεκαετίες.
Τούτα καταδεικνύουν εναργώς ότι, όσο κι αν κάποιοι το αρνούνται σθεναρά, το αξιακό σύστημα του Ελληνισμού παραμένει διαχρονικά ανέπαφο και βρίσκει εκφραστές ακόμα και σε εποχές που επικρατεί η αντίληψη ότι υπάρχει μια γενικότερη κατάπτωση. Το γεγονός ότι νέα παιδιά -οι μαθητές της ΕΦΕΝ- πήραν την πρωτοβουλία να οργανώσουν ένα τέτοιο μνημόσυνο, επίσης, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που παλεύουν καθημερινά στην ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα είναι ζωντανή απόδειξη ότι η λεβεντιά ακμάζει ακόμη σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου. Κανένας αγώνας και καμιά θυσία δεν πάνε χαμένοι. Τουναντίον, οι ηρωικές πράξεις των αδελφών μας αποτελούν σημείο αναφοράς για εμάς και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει ακόμη και τον θάνατο. Κι αυτό μπορεί να το καταφέρει μόνο όταν αγωνίζεται για να προσπίσει τα ανώτερα ιδανικά της ανθρωπότητας, ήτοι την ελευθερία και την αξιοπρέπεια τόσο του ιδίου όσο και των συνανθρώπων του.
Βέβαια, τα πολλά και ανούσια λόγια δεν ταιριάζουν σε τέτοιους ήρωες που έμπρακτα μας δίδαξαν τι σημαίνει θάρρος και γενναιότητα. Δεν αρκεί, όμως, να τους θυμόμαστε μόνο μια φορά τον χρόνο. Το καλύτερο μνημόσυνο για τέτοιους ανθρώπους είναι να εγκολπωνόμαστε τα ιδανικά για τα οποία έδωσαν τη ζωή τους, να τα διαφυλάσσουμε, να τα προασπίζουμε και να προσπαθούμε να γινόμαστε ωφέλιμοι τόσο για την πατρίδα όσο και για τους συνανθρώπους μας.
Αντιναύαρχε Καραθανάση, Αντιναύαρχε Βλαχάκο, Πλοίαρχε Γιαλοψέ, οι εξής καβαφικοί στίχοι αφιερούνται στη μνήμη σας: «όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λένε για σας. Έτσι θαυμάσιος θα ‘ναι ο έπαινός σας.»
ΑΘΑΝΑΤΟΙ!