Το μνημειώδες έργο του Hugo Grotius, ‘Mare Liberum’ (1609)
Η θάλασσα διαχρονικά αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η διαμάχη του 17ου αιώνα για το κατά πόσον η ναυσιπλοΐα θα έπρεπε να είναι ελεύθερη ή να υπόκειται σε κρατικό έλεγχο, δεν ήταν παρά μόνο το πρελούδιο του έντονου ενδιαφέροντος που θα επεδείκνυε έκτοτε η κοινότητα των εθνών για τη ρύθμιση των σχετικών με τη θάλασσα ζητημάτων. Οι τέσσερεις διεθνείς συνδιασκέψεις (1930, 1958, 1960, 1973-1982), που ενδιέτριψαν στα ζητήματα του Δικαίου Θάλασσας, εισήγαγαν καινούργιες έννοιες ή/και κωδικοποίησαν προϋπάρχουσες εθιμικές αρχές. Ορόσημο αποτελούν τα πρώτα διεθνώς συμπεφωνημένα κείμενα επί του Δικαίου Θάλασσας, ήτοι οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1958 (Σύμβαση για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη, Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα, Σύμβαση για την Ανοιχτή Θάλασσα, Σύμβαση για την Αλιεία και την Προστασία των Ζώντων Οργανισμών της Ανοιχτής Θάλασσας). Αν και οι ρηθείσες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ, εντούτοις είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας 1982 (η «Σύμβαση») που υπερισχύει σήμερα. Σημαντική είναι και η συμβολή του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης στη Χάγη και του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου, τα οποία έχουν εκδώσει κομβικές για το Δίκαιο Θάλασσας αποφάσεις. Η έντονη δραστηριότητα των κρατών σχετικά με την έρευνα και εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων έφερε το Δίκαιο Θάλασσας ξανά στο προσκήνιο. Ωστόσο, απαιτείται βαθιά και εμπεριστατωμένη μελέτη του υπό κρίσιν κλάδου, ούτως ώστε αυτός να μην εκφυλιστεί στην προσπάθεια για επίτευξη οικονομικού οφέλους, αλλά, αντίθετα, να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την πρόοδο και ευημερία του ανθρώπινου γένους. Readmore..